- βαθυδινήεις
- βαθυδῑνήεις , βαθυδίνηςdeep-eddyingmasc nom sgβαθυδινήειςdeep-eddyingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαθυδινήεις — βαθυδινήεις, εσσα, εν και βαθυδινής, ές και βαθυδίνης, ο (Α) (για ποταμό) αυτός που σχηματίζει βαθιές δίνες, ορμητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαθυδινήεις < βαθύς + δινήεις < δίνη «η περιστροφική κίνηση του νερού, ο στρόβιλος», ο δε βαθυδινής <… … Dictionary of Greek
βαθυδινήεντα — βαθυδῑνήεντα , βαθυδίνης deep eddying neut nom/voc/acc pl βαθυδῑνήεντα , βαθυδίνης deep eddying masc acc sg βαθυδινήεις deep eddying neut nom/voc/acc pl βαθυδινήεις deep eddying masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… … Dictionary of Greek
βαθυδινήεντι — βαθυδῑνήεντι , βαθυδίνης deep eddying masc/neut dat sg βαθυδινήεις deep eddying masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυδινήεντος — βαθυδῑνήεντος , βαθυδίνης deep eddying masc/neut gen sg βαθυδινήεις deep eddying masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)